- κατήφεια
- η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής]η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.)αρχ.θλίψη που προκαλεί ντροπή, καταισχύνη («δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αύτῷ» — χαρά βέβαια για τους εχθρούς, για τον εαυτό σου όμως λύπη και ντροπή, Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.